Yksikkö στα ελληνικά

Μετάφραση: yksikkö, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Yksikkö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ammattilainen στα ελληνικά - επαγγελματίας, τεχνίτης, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικής
  • jätös στα ελληνικά - εναπολείμματα, απομεινάρια
  • kehua στα ελληνικά - κουρούνα, έχω, λεονταρισμός, γκελ, εκθειάζω, έπαινος, κατέχω, ...
  • mainio στα ελληνικά - φημισμένος, αξιοσημείωτος, πολύκροτος, καλός, αγαθός, απίθανος, άριστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Yksikkö στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιόμορφος, μονάδα, μοναδικός, ενικός, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα