Οντότητα στα φινλανδικά

Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olento, kokonaisuus, yksikkö, yhteisö, yksikön, yrityksen
Οντότητα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οντότητα

οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οντότητα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ονομαστός στα φινλανδικά - kunniallinen, hyvämaineinen, kuuluisa, kuuluisan, tunnetuin, kuuluisasta, kuuluisia
  • ονοματολογία στα φινλανδικά - nimistö, nimikkeistön, nimikkeistöön, nimikkeistö, nimikkeistössä
  • οξείδιο στα φινλανδικά - oksidi, oksidia, oksidin, oksidien, oxide
  • οξικός στα φινλανδικά - etikka-, etikkahapon, etikkahappo, etik-, etikka
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: olento, kokonaisuus, yksikkö, yhteisö, yksikön, yrityksen