Μονάδα στα φινλανδικά

Μετάφραση: μονάδα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osasto, yksikkö, yksikön, laite, laitteen
Μονάδα στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, μονάδα στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • μολύνω στα φινλανδικά - pilata, saastuttaa, tulehtua, tartuttaa, infektoida, infektoimaan, tarttua
  • μομφή στα φινλανδικά - moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta
  • μονή στα φινλανδικά - luostari, apottiluostari, nunnaluostari, luostarikirkko, luostariolut, Abbey, luostarin
  • μοναδικός στα φινλανδικά - poikkeuksellinen, kummallinen, uniikki, ainutlaatuinen, yksikkömuoto, yksikkö, omituinen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μονάδα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: osasto, yksikkö, yksikön, laite, laitteen