Yksinoikeus στα ελληνικά
Μετάφραση: yksinoikeus, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fotoni στα ελληνικά - φωτόνιο, φωτονίων, φωτονίου, των φωτονίων, φωτόνια
- harmaahaikara στα ελληνικά - ερωδιός, Heron, ερωδιού, ερωδιών, ερωδιό
- kassalipas στα ελληνικά - μέχρι, ταμείο, strongbox
- kokki στα ελληνικά - μαγειρεύω, μάγειρας, Cook, Κουκ, μάγειρα, μαγείρισσα
Τυχαίες λέξεις
Yksinoikeus στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που
Μεταφράσεις: μονοπώλιο, αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικού δικαιώματος, το αποκλειστικό δικαίωμα, αποκλειστικότητα, αποκλειστικό δικαίωμα που