Yksittäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: yksittäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πέλμα, μοναδικός, ανύπαντρος, μονόκλινος, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, κάθε, μόνος, μοναχικός, μονός, γλώσσα, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- feministi στα ελληνικά - φεμινιστής, φεμινιστική, φεμινιστικό, φεμινιστικές, φεμινιστικής
- kärjistyä στα ελληνικά - έρθει σε ένα κεφάλι, εμφανιστεί μπροστά μας, εμφανιστεί μπροστά μας κατά
- laskutus στα ελληνικά - κατηγορία, φροντίδα, χρέωσης, τιμολόγησης, τιμολόγηση, χρέωση, χρέωσής
- lävistäjä στα ελληνικά - διαγώνιος, διαγώνια, διαγώνιο, διαγωνίου, διαγώνιες
Τυχαίες λέξεις
Yksittäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πέλμα, μοναδικός, ανύπαντρος, μονόκλινος, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, κάθε, μόνος, μοναχικός, μονός, γλώσσα, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις: πέλμα, μοναδικός, ανύπαντρος, μονόκλινος, ασυντρόφευτος, απόκοσμος, κάθε, μόνος, μοναχικός, μονός, γλώσσα, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας