Ylläpitää στα ελληνικά
Μετάφραση: ylläpitää, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- henkilöstön hankinta στα ελληνικά - πρόσληψη, στρατολόγηση, πρόσληψης, προσλήψεων, προσλήψεις
- kierukka στα ελληνικά - πηνίο, κουλούρα, σπείρα, πηνίου, σπείρας, του πηνίου
- liittoutua στα ελληνικά - σύμμαχος, σύμμαχο, συμμάχου, σύμμαχός, σύμμαχό
- peruspääoma στα ελληνικά - βασικό κεφάλαιο, βασικού κεφαλαίου, καθορισμένου βασικού κεφαλαίου, καθορισμένο βασικό κεφάλαιο
Τυχαίες λέξεις
Ylläpitää στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί
Μεταφράσεις: συντηρώ, συνεχίζω, συνεχίζομαι, υποστηρίζω, κρατώ, διατηρώ, διασώζω, διατηρούν, διατηρήσουν, να διατηρήσει, διατηρήσει, διατηρηθεί