Συνεχίζω στα φινλανδικά
Μετάφραση: συνεχίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jatkua, pysyä, ylläpitää, jatkaa, kestää, edelleen, jatkamaan, jatkossakin, jatkettava
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεχίζω
συνεχίζω αρχαία ελληνικά, συνεχίζω συνώνυμα, συνεχίζω λεξικο, σύλλογος συνεχίζω, αόριστος συνεχίζω, συνεχίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, συνεχίζω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- συνεχής στα φινλανδικά - päättymätön, alituinen, jatkuva, katoamaton, vakio, ainainen, kestävä, ...
- συνεχίζομαι στα φινλανδικά - pysyä, jatkaa, ylläpitää, kestää, jatkua, mennä, lähteä, ...
- συνεχώς στα φινλανδικά - jatkuvasti, alinomaa, ehtimiseen, alati, alituisesti, lakkaamatta, koko ajan, ...
- συνηγορία στα φινλανδικά - varustus, asianajo, ajon, advocacy, vaikuttamistyön, vaikuttamistyötä
Τυχαίες λέξεις
Συνεχίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: jatkua, pysyä, ylläpitää, jatkaa, kestää, edelleen, jatkamaan, jatkossakin, jatkettava
Μεταφράσεις: jatkua, pysyä, ylläpitää, jatkaa, kestää, edelleen, jatkamaan, jatkossakin, jatkettava