Detyroj në greqisht
Përkthim: detyroj, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
εξωθώ, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, νταής, φοβερίζει, νταή, παρενοχλούν, θύτη
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: detyroj
detyroj fjalor gjuhësor greqisht, detyroj në greqisht
Përkthime
- detar në greqisht - ναύτης, θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, θαλάσσια, θαλάσσιες
- detyrim në greqisht - εξαναγκασμός, παρόρμηση, ευθύνη, ευθύνης, υποχρέωση, την ευθύνη, υποχρέωσης
- detyrë në greqisht - ευθύνη, καθήκον, υποχρέωση, δασμοί, δουλειά, έργο, εργασία, ...
- dhe në greqisht - και, χώμα, γη, και την, και να, και της, και των
Fjalë të rastësishme
Detyroj në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: εξωθώ, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, νταής, φοβερίζει, νταή, παρενοχλούν, θύτη
Përkthime: εξωθώ, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, βία, δύναμη, νταής, φοβερίζει, νταή, παρενοχλούν, θύτη