Acclaim στα ελληνικά
Μετάφραση: acclaim, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ
Μεταφράσεις
- accidents στα ελληνικά - ατυχήματα, ατυχημάτων, ατυχήματος, τα ατυχήματα, των ατυχημάτων
- acclaimed στα ελληνικά - αναγνωρισμένη, καταξιωμένος, φήμης, περίφημο, επευφημημένη
- acclaiming στα ελληνικά - αναγορεύουν, επευφημώντας, επευφημώντας στο, που αναγορεύουν
Τυχαίες λέξεις
Acclaim στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ
Μεταφράσεις: επικροτώ, επιδοκιμάζω, επευφημώ