Accomplish στα ελληνικά

Μετάφραση: accomplish, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματοποιώ, καταφέρω, επιτυγχάνω, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, επίτευξη
Accomplish στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accomplices στα ελληνικά - συνεργοί, συνένοχοι, συνεργούς, συνεργών, των συνεργών
  • accomplishable στα ελληνικά - κατορθωτός
Τυχαίες λέξεις
Accomplish στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματοποιώ, καταφέρω, επιτυγχάνω, ολοκληρώσει, επιτύχει, επιτευχθεί, ολοκληρώσουν, επίτευξη