Achieve στα ελληνικά

Μετάφραση: achieve, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατορθώνω
Achieve στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • achievable στα ελληνικά - επιτεύξιμο, επιτεύξιμη, εφικτό, εφικτοί, να επιτευχθεί
  • achieved στα ελληνικά - επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτευχθούν, επιτύχει, επιτυγχάνονται
  • achievement στα ελληνικά - επίτευξη, κατόρθωμα, επίτευγμα, υλοποίηση, επίτευξης
Τυχαίες λέξεις
Achieve στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατορθώνω