Adaptation στα ελληνικά
Μετάφραση: adaptation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασκευή, προσαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adaptability στα ελληνικά - ικανότητα προσαρμογής, προσαρμοστικότητα, προσαρμοστικότητας, της προσαρμοστικότητας, προσαρμογής
- adaptable στα ελληνικά - προσαρμόσιμος, προσαρμόσιμο, προσαρμόσιμη, προσαρμόσιμες, ευπροσάρμοστο
- adaptations στα ελληνικά - προσαρμογές, προσαρμογών, προσαρμόζονται, προσαρμογή, προσαρμόζονται ως
- adapted στα ελληνικά - προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένες, προσαρμόζονται
Τυχαίες λέξεις
Adaptation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασκευή, προσαρμογή
Μεταφράσεις: διασκευή, προσαρμογή