Admissible στα ελληνικά

Μετάφραση: admissible, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδεκτός, επιτρεπτός
Admissible στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • admiringly στα ελληνικά - με θαυμασμό, θαυμασμό, θαυμαστά, θαυμασμό τα
  • admissibly στα ελληνικά - ομολογουμένως, παραδεκτώς, παραδεκτά, παραδεκτά να, νομιμοποιούνταν
Τυχαίες λέξεις
Admissible στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδεκτός, επιτρεπτός