Carrier στα ελληνικά

Μετάφραση: carrier, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φορέας
Carrier στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • carrie στα ελληνικά - Carrie, Κάρι, Το Carrie, η Carrie, της Carrie
  • carried στα ελληνικά - μεταφέρονται, διεξάγεται, πραγματοποιείται, διενεργείται, πραγματοποιούνται
  • carrier-nation στα ελληνικά - φορέας, φορέα, μεταφορέας, μεταφορέα, μεταφορικής
  • carriers στα ελληνικά - μεταφορείς, φορείς, αερομεταφορείς, μεταφορέων, φορέων
Τυχαίες λέξεις
Carrier στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φορέας