Decisive στα ελληνικά
Μετάφραση: decisive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appointments στα ελληνικά - ραντεβού, διορισμοί, διορισμών, συναντήσεις, διορισμούς
- atoned στα ελληνικά - εξιλεωθεί, εξιλέωσαν, εξιλεώνονταν, εξιλέωσε
- atrophy στα ελληνικά - ατροφία
- blowups στα ελληνικά - Blowups, Το Blowups
Τυχαίες λέξεις
Decisive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό