Dependence στα ελληνικά
Μετάφραση: dependence, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atlanta στα ελληνικά - Ατλάντα, των atlanta, της Ατλάντα, Ατλάντας
- brevet στα ελληνικά - επίτιμος τίτλος αξιωματικού, τιμητικού διπλώματος, τιμητικό δίπλωμα, τιμητικού διπλώματος το
- carboy στα ελληνικά - νταμιτζάνα, νταμιτζάνα των, μια νταμιτζάνα, καρβοξέος, μια νταμιτζάνα των
- catalyze στα ελληνικά - καταλύουν, καταλύσει, καταλύει, κατάλυση, την κατάλυση
Τυχαίες λέξεις
Dependence στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης
Μεταφράσεις: εξάρτηση, εξάρτησης, εξάρτηση από, εξάρτησης από, της εξάρτησης