Dimension στα ελληνικά
Μετάφραση: dimension, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάσταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assisted στα ελληνικά - επικουρούμενη, επικουρούμενο, επικουρείται, υποβοηθούμενη, ενισχυόμενες
- atavistic στα ελληνικά - αταβιστικός
- bleakness στα ελληνικά - ψυχρότητα, παγερότητα
Τυχαίες λέξεις
Dimension στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάσταση
Μεταφράσεις: διάσταση