Dominate στα ελληνικά
Μετάφραση: dominate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεσπόζω, κυριαρχώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- allegiance στα ελληνικά - υπακοή
- anew στα ελληνικά - πάλι, εκ νέου, νέου
- apologia στα ελληνικά - απολογία, εκθειασμό, εκθειασμός, απολογίας, δικαιόλογηση
- bettered στα ελληνικά - βελτιώσαμε, βελτίωσε, καλύτερη επίδοση έχουν, καλύτερη επίδοση
Τυχαίες λέξεις
Dominate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεσπόζω, κυριαρχώ
Μεταφράσεις: δεσπόζω, κυριαρχώ