Dwell στα ελληνικά

Μετάφραση: dwell, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμένω, κατοικώ
Dwell στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bankrupt στα ελληνικά - χρεοκοπημένος
  • blemish στα ελληνικά - στίγμα, ψεγάδι, αμαυρώνω
  • bonhomie στα ελληνικά - καλοκαγαθίας
  • burgess στα ελληνικά - δημότης, πάρεδρος, Burgess, Μπέρτζες, ο Burgess
Τυχαίες λέξεις
Dwell στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμένω, κατοικώ