Enlarge στα ελληνικά
Μετάφραση: enlarge, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγεθύνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aired στα ελληνικά - προβλήθηκε, αέρισε, αερίζεται, μεταδόθηκε, που αερίζεται
- asterisk στα ελληνικά - αστερίσκος, αστερίσκο, τον αστερίσκο, αστερίσκου, αστεράκι
- call-box στα ελληνικά - call-, κλήσης, παρότρυνσης, τηλεφωνικά
- carry-out στα ελληνικά - διενεργήσει, θα διενεργήσει
Τυχαίες λέξεις
Enlarge στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγεθύνω
Μεταφράσεις: μεγεθύνω