Fundamental στα ελληνικά
Μετάφραση: fundamental, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμελιώδης, ουσιώδης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnegated στα ελληνικά - αποποιούνται, αποποιούνται της
- adjudged στα ελληνικά - κριθεί, κρίνεται, κηρυχθεί, κηρυχθεί σε, επιδικασθέν
- boasted στα ελληνικά - πολυδιαφημισμένη, την πολυδιαφημισμένη
- brew-house στα ελληνικά - ετοιμάζω, βρασμού, ρόφημα, μπύρα, παρασκευάζει
Τυχαίες λέξεις
Fundamental στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμελιώδης, ουσιώδης
Μεταφράσεις: θεμελιώδης, ουσιώδης