Grip στα ελληνικά
Μετάφραση: grip, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράτημα, λαβή, πιάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- athens στα ελληνικά - Αθήνα, Αθηνών, Αθήνας, την Αθήνα
- bondholder στα ελληνικά - κάτοχος ομολογίας, ομολογιούχος, Ομολογιούχο, Ομολογιούχου
- casuistry στα ελληνικά - σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
Τυχαίες λέξεις
Grip στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράτημα, λαβή, πιάνω
Μεταφράσεις: κράτημα, λαβή, πιάνω