Grow στα ελληνικά

Μετάφραση: grow, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεγαλώνω, αυξάνομαι
Grow στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • airhostess στα ελληνικά - αεροσυνοδός αντίστοιχα
  • avoids στα ελληνικά - αποφεύγει, αποφεύγει να
  • bourse στα ελληνικά - χρηματιστήριο, Bourse, χρηματιστηρίου, Bourse του, του χρηματιστηρίου
Τυχαίες λέξεις
Grow στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεγαλώνω, αυξάνομαι