Imprison στα ελληνικά
Μετάφραση: imprison, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυλακίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accelerometers στα ελληνικά - επιταχυνσιόμετρα, επιταχυνσίμετρα, επιταχυνσίμετρα που, επιταχυνσιομέτρων, τα επιταχυνσίμετρα
- beneath στα ελληνικά - κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτωθεν, κάτω από το
- biconvex στα ελληνικά - αμφίκυρτα, αμφίκυρτο, αμφίκυρτου, αμφίκυρτων, αμφίκυρτο με
- canadian στα ελληνικά - Καναδός, καναδικός, καναδική, καναδικό
Τυχαίες λέξεις
Imprison στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυλακίζω
Μεταφράσεις: φυλακίζω