Induce στα ελληνικά
Μετάφραση: induce, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκαλώ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- assignees στα ελληνικά - εκδοχείς, εκδοχέων, των εκδοχέων, εκδοχείς κάθε, τους εκδοχείς
- athens στα ελληνικά - Αθήνα, Αθηνών, Αθήνας, την Αθήνα
- blotting στα ελληνικά - κηλίδωση, κηλίδωσης, στύπωμα, στύπωση
Τυχαίες λέξεις
Induce στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκαλώ
Μεταφράσεις: προκαλώ