Irritable στα ελληνικά
Μετάφραση: irritable, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευέξαπτος, οξύθυμος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attendance στα ελληνικά - παρουσία
- baptism στα ελληνικά - βάπτισμα, βάφτιση, βαπτίσματος, το βάπτισμα, βάφτισμα
- blames στα ελληνικά - κατηγορεί, κατηγορεί την, κατηγορεί τον, κατηγορεί τη, κατηγορεί τους
- briar στα ελληνικά - ρείκι, Briar, πρίνου, βάτος
Τυχαίες λέξεις
Irritable στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, οξύθυμος
Μεταφράσεις: ευέξαπτος, οξύθυμος