Peer στα ελληνικά

Μετάφραση: peer, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όμοιος, ομότιμος, περιεργάζομαι, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους
Peer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ailment στα ελληνικά - ασθένεια, αρρώστια
  • articulately στα ελληνικά - αρθρωτά
  • brevity στα ελληνικά - συντομία
Τυχαίες λέξεις
Peer στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όμοιος, ομότιμος, περιεργάζομαι, ομότιμων, ομοτίμους, ομότιμη, κοιτάξει, από ομοτίμους