Permission στα ελληνικά
Μετάφραση: permission, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άδεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- affection στα ελληνικά - τρυφερότητα, στοργή
- bed-ridden στα ελληνικά - κλινήρης, κατάκοιτο, κλινήρεις, κατάκλυσης, κλινήρη
- calamari στα ελληνικά - καλαμάρι, καλαμαράκια, καλαμάρια, καλαμαριού
- celebrant στα ελληνικά - ιεροτελεστής, εορταστής, πανηγυριστή, ιερέας
Τυχαίες λέξεις
Permission στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άδεια
Μεταφράσεις: άδεια