Perpetrate στα ελληνικά
Μετάφραση: perpetrate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπράττω, διαπράττουν, διαπράξουν, διάπραξη, τέλεσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adamant στα ελληνικά - άκαμπτος, αμετάπειστος
- airfield στα ελληνικά - αεροδρόμιο, αεροδρομίου, αεροδρομίων, αεροδρόμιο του, του αεροδρομίου
- attributed στα ελληνικά - αποδοθεί, αποδίδεται, που αποδίδεται, αποδίδονται, δόθηκε
Τυχαίες λέξεις
Perpetrate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπράττω, διαπράττουν, διαπράξουν, διάπραξη, τέλεσης
Μεταφράσεις: διαπράττω, διαπράττουν, διαπράξουν, διάπραξη, τέλεσης