Productivity στα ελληνικά
Μετάφραση: productivity, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγωγικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrow-headed στα ελληνικά - βέλος, arrow, βέλους, βέλους για, βέλη
- beatniks στα ελληνικά - μπήτνικς
- bisects στα ελληνικά - διχοτομεί
Τυχαίες λέξεις
Productivity στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα
Μεταφράσεις: παραγωγικότητα