Ratify στα ελληνικά
Μετάφραση: ratify, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accuses στα ελληνικά - κατηγορεί, προσάπτει, κατηγορεί την, κατηγορεί τον, κατηγορεί για
- blood στα ελληνικά - αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα
- carbonate στα ελληνικά - ανθρακικό άλας, ανθρακικό, ανθρακικού, το ανθρακικό, ανθρακικόν
Τυχαίες λέξεις
Ratify στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει
Μεταφράσεις: επικυρώνω, κυρώνω, επικυρώσουν, επικυρώσει, να επικυρώσουν, κυρώσουν, κυρώσει