Suspender στα ελληνικά

Μετάφραση: suspender, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαρτιέρα, αναρτητής, λαστέξ, εναιώρησης, αναρτήρας
Suspender στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abating στα ελληνικά - υποχώρηση, αμβλύνεται, ύφεσης, υποχώρησης, σε υποχώρηση
  • acheron στα ελληνικά - Αχέροντα, Αχέροντας, Αχέρων, του Αχέροντα, Acheron
  • antibiotic στα ελληνικά - αντιβιοτικό, αντιβιοτικού, αντιβιοτικά, αντιβιοτική, στα αντιβιοτικά
Τυχαίες λέξεις
Suspender στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαρτιέρα, αναρτητής, λαστέξ, εναιώρησης, αναρτήρας