Term στα ελληνικά

Μετάφραση: term, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρίμηνο, διορία, όρος
Term στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abasing στα ελληνικά - ταπεινωτικός
  • becomes στα ελληνικά - γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
  • bookcase στα ελληνικά - βιβλιοθήκη, βιβλιοθήκης, τη βιβλιοθήκη
Τυχαίες λέξεις
Term στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρίμηνο, διορία, όρος