Tight στα ελληνικά

Μετάφραση: tight, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στενός, σφιχτός
Tight στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abbeys στα ελληνικά - μονές, μοναστήρια, αβαεία, μοναστηριών, μονών
  • alimentary στα ελληνικά - τροφικός, πεπτικός, πεπτικό, διατροφική, πεπτικού, διατροφικής
  • assistances στα ελληνικά - τη χορήγηση ενισχύσεων, χρηματική βοήθεια, χορήγηση ενισχύσεων
  • campsite στα ελληνικά - κάμπινγκ, το Κάμπινγκ, με το Κάμπινγκ, με Κάμπινγκ
Τυχαίες λέξεις
Tight στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στενός, σφιχτός