Uproot στα ελληνικά

Μετάφραση: uproot, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεριζώνω, εκρίζω, ξεριζώσουν, ξεριζώσει, ξεριζώσουμε
Uproot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assignations στα ελληνικά - αναθέσεις
  • averments στα ελληνικά - τα εκτιθέμενα, εκτιθέμενα
  • busy-body στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
  • carbonation στα ελληνικά - ανθράκωση, ενανθράκωσης, ενανθράκωση, ανθρακικού, την ενανθράκωση
Τυχαίες λέξεις
Uproot στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεριζώνω, εκρίζω, ξεριζώσουν, ξεριζώσει, ξεριζώσουμε