Weary στα ελληνικά

Μετάφραση: weary, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαντλημένος, κουρασμένος
Weary στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bodysuit στα ελληνικά - φορμάκι, κορμάκι, το κορμάκι
  • bugger στα ελληνικά - γαμώ, γαμώ την, σκέτος μπελάς
  • canopies στα ελληνικά - στέγαστρα, τέντες, υπόστεγων, θόλους, Τέντες για
Τυχαίες λέξεις
Weary στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαντλημένος, κουρασμένος