Whole στα ελληνικά

Μετάφραση: whole, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρτιος, ολόκληρος, ακέραιος
Whole στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquisitive στα ελληνικά - άπληστος, κτητικός
  • alphabetic στα ελληνικά - αλφαβητικός
  • automate στα ελληνικά - αυτοματοποιώ
Τυχαίες λέξεις
Whole στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρτιος, ολόκληρος, ακέραιος