Wound στα ελληνικά

Μετάφραση: wound, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, τραυματισμός
Wound στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ages στα ελληνικά - ηλικίες, ηλικιών, ηλικίας, των ηλικιών, τις ηλικίες
  • bed-settee στα ελληνικά - κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
  • chanced στα ελληνικά - έτυχε, τύχαινε
Τυχαίες λέξεις
Wound στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραύμα, τραυματίζω, λαβώνω, τραυματισμός