Wounded στα ελληνικά

Μετάφραση: wounded, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τραυματισμένος, λαβωμένος
Wounded στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • archaeology στα ελληνικά - αρχαιολογία, αρχαιολογίας, την αρχαιολογία, η αρχαιολογία, της αρχαιολογίας
  • articulating στα ελληνικά - άρθρωσης, αρθρώνοντας, αρθρωτές, αρθρικών, αρθρωτός
  • auk στα ελληνικά - θαλάσσιο πτηνό του βορρά, AUK, ΑΙΙΚ, ΑυΚ, του AUK
Τυχαίες λέξεις
Wounded στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τραυματισμένος, λαβωμένος