Naftë στα ελληνικά

Μετάφραση: naftë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Naftë στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mësuesi στα ελληνικά - δασκάλα, καθηγήτρια, δάσκαλος, καθηγητής, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
  • mëz στα ελληνικά - πουλάρι, Colt, το πουλάρι, η Colt, την Colt
  • natyra στα ελληνικά - φύση, χαρακτήρα, φύσης, φύσεως, τη φύση
  • natyrisht στα ελληνικά - πλεύση, πιάτο, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς
Τυχαίες λέξεις
Naftë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου