Puna στα ελληνικά

Μετάφραση: puna, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόχθος, κοπιάζω, εργασία, εργάζομαι, κόπος, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
Puna στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • pulpë στα ελληνικά - μοσχάρι, γάμπα, πολτός, πολτού, πολτό, χαρτοπολτού, πολτούς
  • pulë στα ελληνικά - κότα, κοτόπουλο, κοτόπουλου, το κοτόπουλο, κοτόπουλα, κοτόπουλων
  • punishte στα ελληνικά - ατελιέ, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
  • punoj στα ελληνικά - λειτουργία, δουλεύω, δουλειά, εργάζομαι, λειτουργώ, δεξίωση, εργασία, ...
Τυχαίες λέξεις
Puna στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόχθος, κοπιάζω, εργασία, εργάζομαι, κόπος, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες