Акула στα ελληνικά

Μετάφραση: акула, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρχαρίας, καρχαρία, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
Акула στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акт στα ελληνικά - πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
  • актьор στα ελληνικά - παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
  • акула-людоед στα ελληνικά - καρχαρία, καρχαρίας, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών
  • акумулатор στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
Τυχαίες λέξεις
Акула στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρχαρίας, καρχαρία, καρχαριών, του καρχαρία, των καρχαριών