Вдъхновение στα ελληνικά
Μετάφραση: вдъхновение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вдовство στα ελληνικά - χηρεία, χηρείας, τη χηρεία, χηρείας που, η χηρεία
- вдухания στα ελληνικά - εισπνοή, εμφύσηση, εμφύσησης, εμφυσήσεως, την εμφύσηση, εισπνοής
- вегетарианство στα ελληνικά - φυτοφαγία, χορτοφαγία, τη χορτοφαγία, χορτοφαγίας, η χορτοφαγία
- ведро στα ελληνικά - κουβάς, κάδος, κάδου, του κάδου, δοχείο
Τυχαίες λέξεις
Вдъхновение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
Μεταφράσεις: έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή