Воля στα ελληνικά

Μετάφραση: воля, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέληση, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το, βούληση
Воля στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • волна στα ελληνικά - κύμα, Volna
  • волтовата στα ελληνικά - βόλτ, volt, βολτ
  • впечатление στα ελληνικά - εντύπωση, αίσθηση, εντύπωση που, εικόνα, εντυπώσεις
  • врабче στα ελληνικά - σπουργίτης, σπουργίτι, Sparrow, Σπάροου, σπουργιτιού
Τυχαίες λέξεις
Воля στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέληση, διαθήκη, προαίρεση, θα, θα είναι, θα το, βούληση