Προαίρεση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: προαίρεση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
намерение, воля, опция, вариант, възможност, опцията
Προαίρεση στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προαίρεση

προαίρεση σύμβασης, προαίρεση ετυμολογία, προαίρεση βικιπαιδεια, κακή προαίρεση, καλή προαίρεση, προαίρεση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, προαίρεση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • προέλευση στα βουλγαρικά - произхождение, произход, произхода, излитане, източник
  • προέρχομαι στα βουλγαρικά - възниквам, идват от, произхождат от, дойде от, идва от, са от
  • προαγωγή στα βουλγαρικά - насърчаване, популяризиране, промоция, насърчаването, насърчаване на
  • προαύλιο στα βουλγαρικά - ярд, преден двор, предната част, изложбена площ, предната част на, в предната част
Τυχαίες λέξεις
Προαίρεση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: намерение, воля, опция, вариант, възможност, опцията