Вред στα ελληνικά
Μετάφραση: вред, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλάπτω, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- врат στα ελληνικά - λαιμός, αυχένας, σβέρκος, λαιμό, λαιμού, αυχένα, το λαιμό
- врата στα ελληνικά - σκίζω, πόρτα, πόρτας, θύρα, θύρας, θυρών
- вредител στα ελληνικά - παρασίτων, επιβλαβών οργανισμών, παράσιτο, των παρασίτων, επιβλαβείς οργανισμούς
- време στα ελληνικά - χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, χρόνο, χρόνου
Τυχαίες λέξεις
Вред στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλάπτω, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Μεταφράσεις: βλάπτω, βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας