Въртя στα ελληνικά
Μετάφραση: въртя, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στροφή, σειρά, στρίβω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Μεταφράσεις
- въоръжение στα ελληνικά - εξοπλισμός, όπλα, οπλισμό, οπλισμού, οπλισμός, οπλικά
- въпиющия στα ελληνικά - κατάφωρη, κατάφωρες, κατάφωρα, κατάφωρης, κατάφωρων
- въстаник στα ελληνικά - επαναστάτης, επαναστατώ, αντάρτης
- въстания στα ελληνικά - εξέγερση, επανάσταση, ξεσήκωμα, Οι εξεγέρσεις, εξεγέρσεις, εξεγέρσεων, εξεγέρσεις στα
Τυχαίες λέξεις
Въртя στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στροφή, σειρά, στρίβω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του
Μεταφράσεις: στροφή, σειρά, στρίβω, τη σειρά, σειρά του, τη σειρά του