Галоп στα ελληνικά
Μετάφραση: галоп, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλπασμός, γκάλοπ, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Μεταφράσεις
- газен στα ελληνικά - είδος αντιλόπης, γκαζέλλα, γκαζέλα, Gazelle, γαζέλα
- галера στα ελληνικά - γαλέρα, κάτεργο, τριήρης, μαγειρείων, μαγειρείο, μαγειρεία
- галоша στα ελληνικά - γαλότσα, γαλότσας, γαλόσα
- гангрена στα ελληνικά - γάγγραινα, γάγγραινας, τη γάγγραινα, η γάγγραινα
Τυχαίες λέξεις
Галоп στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλπασμός, γκάλοπ, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Μεταφράσεις: καλπασμός, γκάλοπ, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού