Говоря στα ελληνικά

Μετάφραση: говоря, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρένω, μιλώ, ομιλία, ξεστομίζω, καθαρός, εκστομίζω, στόμιο, απόλυτος, στόμα, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
Говоря στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • говор στα ελληνικά - ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, λόγο
  • говорещия στα ελληνικά - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
  • година στα ελληνικά - χρόνος, χρονιά, έτος, έτους, χρόνο, περίοδο
  • годния στα ελληνικά - ικανός, ικανή, ικανό, ικανά, ικανές
Τυχαίες λέξεις
Говоря στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρένω, μιλώ, ομιλία, ξεστομίζω, καθαρός, εκστομίζω, στόμιο, απόλυτος, στόμα, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν