Στόμα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: στόμα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рит, говоря, уста, устата, в устата, устните, устата на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στόμα
στόμα του λύκου, στόμα με στόμα, στόμα ραψε, στόμα στεγνό, στόμα γεμάτο χώμα, στόμα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, στόμα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- στόκος στα βουλγαρικά - замазка, шпакловка и замазка, шпакловка, маджун, кит
- στόλος στα βουλγαρικά - флота, флот, на флота, парк, автопарк
- στόμιο στα βουλγαρικά - рит, говоря, отверстие, уста, устата, в устата, устните, ...
- στόχος στα βουλγαρικά - мишена, цел, целевата, целева, целеви
Τυχαίες λέξεις
Στόμα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: рит, говоря, уста, устата, в устата, устните, устата на
Μεταφράσεις: рит, говоря, уста, устата, в устата, устните, устата на